εικοσαπλός

εικοσαπλός
-ή, -όν (AM εἰκοσαπλοῡς, -oῡv)
αυτός που αποτελείται από είκοσι μονάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”